- πάγκακος
- -η, -ο (ΑΜ πάγκακος, -ον)πολύ κακός, κάκιστος, μοχθηρότατοςαρχ.1. (για πράγματα) πολύ βλαβερός («τὸ ἔλαιον τοῑς μὲν φυτοῑς ἅπασιν ἐστὶ πάγκακον», Πλάτ.)2. φρ. «πάγκακον ἧμαρ» — πάρα πολύ άτυχη ημέρα (Ησίοδ.).επίρρ...παγκάκως (Α)με κάκιστο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κακός].
Dictionary of Greek. 2013.